-
1 ἀριστερός
A left, on the left, ἐπ' ἀριστερά towards, i.e. on, the left, Il.2.526, al.;ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277
;ἐπ' ἀ. χειρῶν A.R. 2.1266
;ἐξἀριστερῶν Hp.Epid.2.4.1
; ἐν τοῖσι ἀριστεροῖσι ibid.2 ἀριστερά (with or without χείρ), ἡ, left hand, ἐξ ἀριστερῆς χειρός on the left hand, Hdt.2.30; simplyἀριστερῆς χ. Id.4.34
;ἐξ ἀριστερᾶς S.Ph.20
, Pl.Ti. 72c, etc.;οὑξ ἀριστερᾶς.. ναός S.El.7
; ἐς ἀριστερὴν χεῖρα ἤιε, ἐν ἀριστερῇ ἔχειν, Hdt.7.42.3 metaph., boding ill, ominous, because to a Greek, looking northward, unlucky signs came from the left,ἀ. ἤλυθεν ὄρνις Od.20.242
.4 awkward, erring, φρενόθεν ἐπ' ἀριστερὰ ἔβας turnedst to the leftward of thy mind, S.Aj. 182 (lyr.); ἐπ' ἀριστερὰ εἴληφας τὸ πρᾶγμα in a sinister sense, Com.Adesp.22.67 D.; τῷ ἀριστερῷ δέχεσθαι [λόγους] Plu.2.378b. (Prop. 'better', cf. ἄριστος; euphemism (cf. εὐώνυμος) to avoid ill-luck.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστερός
См. также в других словарях:
επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… … Dictionary of Greek